- ασυγκινησία
- duygusuzluk, acımasızlık
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ασυγκινησία — ασυγκινησία, η και ασυγκινησιά, η 1. το να μη συγκινείται κάποιος, η έλλειψη συγκινήσεων, απραξία, απάθεια. 2. σκληρότητα, απανθρωπιά, ασπλαχνία, τραχύτητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναισθησία — Κατάργησητης αισθητικότητας και συνεπώς του πόνου. Η ανθρωπότητα άρχισε τον δύσκολο αγώνα εναντίον του σωματικού πόνου εδώ και χιλιάδες χρόνια, από τους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν εκχυλίσματα βοτάνων και δρόγες που έφερναν ύπνο… … Dictionary of Greek
αδακρυσία — η ασυγκινησία, απονιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλέγμα — το, ατος 1. βλεννώδης ύλη που εκκρίνεται από τις ρινικές κοιλότητες, η μύξα. 2. η βλέννα που προέρχεται από τους βρόγχους, το φλέμα, το ρόχαλο: Βήχει και βγάζει πολλά φλέγματα. 3. μτφ., ψυχραιμία, απάθεια, ασυγκινησία: Βρετανικό φλέγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)